Δράκοντα

Δράκοντα
Δράκων
dragon
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δράκοντα — δράκων dragon masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα δράκοντα — Ρητίνη που παράγεται από ορισμένα είδη του φυτού δράκαινα (οικογένεια λειλιιδών) και χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία, με χρώμα βαθύ κοκκινωπό, για παρασκευή χρωμάτων και βερνικιών. Το φυτό από το οποίο κυρίως εξάγεται αυτή η ρητίνη είναι η… …   Dictionary of Greek

  • Δράκονθ' — Δράκοντα , Δράκων dragon masc acc sg Δράκοντι , Δράκων dragon masc dat sg Δράκοντε , Δράκων dragon masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δράκοντ' — Δράκοντα , Δράκων dragon masc acc sg Δράκοντι , Δράκων dragon masc dat sg Δράκοντε , Δράκων dragon masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… …   Dictionary of Greek

  • SALAMIS vel SALAMIN — SALAMIS, vel SALAMIN hodie Coluri, teste Sophianô, insula sinus Saronici, inter Peloponnesum et Atticam, Aeginae proxima. Dionysius v. 511. Πρόςθε δὲ Σουνιάδος κορυφῆς, ἐφύπερθεν Α᾿βάντων Φαίνονται Σαλαμίς τε καὶ Αἰγίνης πτολιέθρον. Olim Cychria …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δρακόντειος — α, ο (AM δρακόντειος, ον Μ και δρακόντεος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο 2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα νεοελλ. 1. πολύ αυστηρός, αμείλικτος («δρακόντεια μέτρα», «δρακόντειοι νόμοι») 2. αστρον. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • μήδεϊα — I Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, αδελφού της Κίρκης και της Πασιφάης, και της Ωκεανίδας Ιδυίας. Σύμφωνα με κάποια άλλη παράδοση, μητέρα της ήταν η θεά Εκάτη και αδελφή της η Κίρκη. Η Μ., ήδη από τον Πίνδαρο …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”